Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ δειλία

См. также в других словарях:

  • θρασυδειλία — η θράσος και δειλία μαζί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκπλήσσω — και εκπλήττω (AM ἐκπλήσσω και ἐκπλήττω Α και ἐκπλήγνυμι) Ι. προκαλώ έκπληξη, ισχυρότατη εντύπωση, θαυμασμό ή φόβο μσν. φρ. «δειλία ἐκπλήττει» δειλία καταλαμβάνει, κυριεύει αρχ. 1. χτυπώ και απωθώ 2. προξενώ ισχυρή επιθυμία II. (μτχ. παθ. παρακμ.) …   Dictionary of Greek

  • τρέω — και ποιητ. τ. τρείω Α 1. τρέπομαι σε φυγή από φόβο 2. φεύγω μακριά από κάποιον 3. εξορίζομαι 4. (το αρσ. μτχ. αορ. συν. ως ουσ.) ὁ τρέσας αυτός που έφυγε από τη μάχη από δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρέω (< *τρέσω, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού σ ,… …   Dictionary of Greek

  • κοντοστέκω — και κοντοστέκομαι (Μ κοντοστέκω) (ενεργ. και μέσ.) σταματώ για λίγο ενώ βαδίζω, ανακόπτω την πορεία μου για λίγο, περιμένοντας ή διστάζοντας νεοελλ. διστάζω, αμφιβάλλω («γιατί, γιατί μού κοντοστέκεις; τί τόση θρέφεις στην καρδιά σου δείλια»,… …   Dictionary of Greek

  • μικροψυχία — και μικροψυχιά, η (ΑΜ μικροψυχία) [μικρόψυχος] μικρότητα ψυχής, ποταπότητα φρονήματος, μηδαμινότητα, ευτέλεια νεοελλ. μσν. έλλειψη ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, ολιγοψυχία, λιποψυχία, δειλία μσν. απογοήτευση, αποκαρδίωση αρχ. φιλονικία για… …   Dictionary of Greek

  • λιγοψυχιά — και ολιγοψυχία, η (Α ολιγοψυχία, ιων. τ. ολιγοψυχίη) [ολιγόψυχος] 1. έλλειψη θάρρους ή αντοχής, δειλία, ανανδρία 2. τάση για εμετό ή για λιποθυμία …   Dictionary of Greek

  • λιγόψυχος — και ολιγόψυχος η, ο (Α ολιγόψυχος, ον) δειλός, φοβητσιάρης, άτολμος αρχ. αυτός που η αντοχή του είναι μικρή. επίρρ... λιγόψυχα (Α ολιγοψύχως) με δειλία …   Dictionary of Greek

  • ατολμία — Έλλειψη τόλμης, δειλία. Στην ψυχιατρική, α. λέγεται η ψυχολογική ανεπάρκεια που φέρνει διαταραχές στη βούληση, τη διανόηση και την κίνηση (αδεξιότητα). Η α. οφείλεται ή σε απότομους ψυχονευρικούς κλονισμούς ατόμων που παρουσιάζουν βλάβες του… …   Dictionary of Greek

  • δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»